ὁ, A impaling, Vett.Val.127.26.
σκολοπισμός: -οῦ, ὁ, σταύρωσις, «παλούκωμα», Εὐστ. Πονημάτ. 286, 16.
ὁ, ΝΜΑ σκολοπίζωη ενέργεια του σκολοπίζω, ανασκολοπισμός, παλούκωμα.