σωννύω

Revision as of 18:25, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")

English (LSJ)

A = σῴζω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1060] statt σώζω, brauchte der Tragiker Deinolochus nach B. A. 114.

Greek (Liddell-Scott)

σωννύω: σώζω, «σωννύω: ἀντὶ τοῦ σώζω. Δεινόλοχος Μηδείᾳ» Α. Β. 114, 5.

Greek Monolingual

Α
σώζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του σῴζω κατά τα ρ. σε -ννύω / -ννυμι].