A = σῴζω (q.v.).
[Seite 1060] statt σώζω, brauchte der Tragiker Deinolochus nach B. A. 114.
σωννύω: σώζω, «σωννύω: ἀντὶ τοῦ σώζω. Δεινόλοχος Μηδείᾳ» Α. Β. 114, 5.
Ασώζω.[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του σῴζω κατά τα ρ. σε -ννύω / -ννυμι].