τό, A chestnut, prob. for βολβο-, Alex. Trall.5.6.
βᾰλᾰνοκάστᾰνον: τό, κάστανον, Ἀλεξ. Τραλλ. σ. 312.
-ου, τό castaña Alex.Trall.2.219.16 (mss. βολβο-).