βρεφικός

Revision as of 20:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ή, όν, A infantile, Ph.2.84, Eust.767.16.

German (Pape)

[Seite 463] kindlich, kindisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βρεφικός: -ή, -όν, νηπιώδης, Φίλων 2. 84, καὶ μεταγεν.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 infantil, de niño τοὺς ὅρους τῆς βρεφικῆς ἡλικίας ὑπερβαίνων Ph.2.84 (cód.), βοὴν ... βρεφικήν Petr.Rau.Ep.1, β. βραχυστομία Eust.767.16, β. ἀναστροφή Eust.767.22.
2 adv. -ῶς de manera infantil Gr.Nyss.Eun.2.82, Eust.565.1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βρεφικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε βρέφος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. βρεφικόν, το
το βρέφος.