γνῶσμα
English (LSJ)
ατος, τό, A knowable object, Dam.Pr.81.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
objeto de conocimiento ἡ γνῶσις κατὰ τὸ γνῶσμα (ὑφίσταται) ... τὸ δὲ γνῶσμά ἐστιν αὐτὸ τὸ γνωστόν Dam.Pr.81.
ατος, τό, A knowable object, Dam.Pr.81.
-ματος, τό
objeto de conocimiento ἡ γνῶσις κατὰ τὸ γνῶσμα (ὑφίσταται) ... τὸ δὲ γνῶσμά ἐστιν αὐτὸ τὸ γνωστόν Dam.Pr.81.