δισπερίοδος

Revision as of 15:45, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q. v." to "q.v.")

English (LSJ)

ὁ, A twice a περιοδονίκης (q.v.), κῆρυξ IG3.129 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

δισπερίοδος: κήρυξ, CIA ΙΙΙ. 129· ― πρβλ. τρισπερίοδος. Ἴδε Λεξικ. Κουμανούδ.