δυσαπόλυτος

Revision as of 17:30, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

ον, A hard to get free of, δ. πάθος τὸ φιλότιμον Olymp.in Alc.p.51 C. Adv. -τως Erot. s.v. βλακεύειν, Gal.8.284.

German (Pape)

[Seite 676] schwer abzulösen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπόλῠτος: -ον, δυσκόλως ἀπολυόμενος, ἀποσπώμενος. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Γαλην. 6, 313.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de eliminar medic. τὰ ὑγρά Gal.7.172, cf. 17(1).836
fig. de lo que es difícil desprenderse δυσαπόλυτον πάθος τὸ φιλότιμον Olymp.in Alc.51.
2 adv. -ως en forma muy difícil de desprenderse ἐν τῷ συνουσιάζειν δ. ἔχει Erot.28.17, τὰ δὲ γλίσχρα τῆς ἀρτηρίας ἀντέχεται δ. Gal.7.172, τὰ ἐμπλαττόμενα δ. Gal.15.458, cf. 8.284, c. gen. τὸ δ. ἔχεσθαι τῶν μορίων de ciertos tumores, Paul.Aeg.4.26.1, cf. Anon.Prol.15.65.