καινόφιλος

Revision as of 12:25, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")

English (LSJ)

ον, A often changing one's friends, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1295] der seine Freunde oft wechselt, immer neue Freunde hat, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

καινόφῐλος: -ον, ὁ συχνάκις ἀλλάσσων, φίλους, «καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῖς αὐτοῖς φίλοις χρώμενον ἀεὶ» Φώτ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

καινόφιλος, -ον (Α)
αυτός που αλλάζει συχνά φίλους («καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῖς αὐτοῖς φίλοις χρώμενον», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + φίλος].