λιποστρατιώτης

Revision as of 14:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, ὁ, A deserter, dub. l. in App.Pun.115.

Greek (Liddell-Scott)

λῐποστρᾰτιώτης: -ου, ὁ, ὁ ἐγκαταλείπων τὸν στρατόν, λιποποτάκτης, «τοῦ νόμου λιποστρατιώτην ἐν τοῖς πολέμοις ἡγουμένου τὸν ἀποχωροῦντα πορρωτέρω σάλπιγγος ἀκοῆς» Ἀππ. Καρχηδ. 195· ἴδε λειπανδρέω.

Greek Monolingual

λιποστρατιώτης, ὁ (Α)
αυτός που εγκατέλειψε τον στρατό, λιποτάκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + στρατιώτης.