μισοΐδιος
English (LSJ)
[ῐδ], ον, A hating one's own family, Ptol.Tetr.161, Vett.Val.11.2.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοΐδιος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἰδίους ἑαυτοῦ συγγενεῖς, τοὺς οἰκείους, Πρόκ. παράφρ. Πτολ. σ. 226.
Greek Monolingual
μισοΐδιος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους οικείους του, τους συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἴδιοι «συγγενείς»].