μυκητίας

Revision as of 13:50, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

English (LSJ)

σεισμός, , an earthquake A accompanied with roaring underground, Arist.Mu.396a11 (but perhaps rather μυκῆται, as Stob.).

German (Pape)

[Seite 216] σεισμός, ὁ, mit unterirdischem Gebrüll verbundenes Erdbeben, Arist. mund. 4 p. 396.

Greek (Liddell-Scott)

μῡκητίας: σεισμός, ὁ, σεισμὸς συνοδευόμενος ὑπὸ ὑπογείου μυκηθμοῦ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 32,

Greek Monolingual

μυκητίας, ὁ (ΑΜ)
φρ. «μυκητίας σεισμός» — σεισμός που συνοδεύεται από υπόκωφη βοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυκητής + κατάλ. -ίας (πρβλ. βρασματ-ίας, σεισματ-ίας)].

Russian (Dvoretsky)

μῡκητίας: ου adj. m ревущий, сопровождающийся гулом (σεισμός Arst.).