ἐρασιπλόκαμος

Revision as of 18:47, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

English (LSJ)

ον, A decked with love-locks, Ibyc.9, Pi.P.4.136.

German (Pape)

[Seite 1017] lockenliebend, schönlockig, Τυρώ Pind. P. 4, 136, Κασσάνδρα Ibyc. 15; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρᾰσιπλόκᾰμος: -ον, ἔχων ἐπεράστους πλοκάμους, Ἴβυκ. 8, Πινδ. Π. 4. 242.

English (Slater)

ἐρᾰσιπλόκᾰμος, -ον
   1 with lovely locks Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου (v. Schr., Pyth. comm., ad loc.) (P. 4.136)

Greek Monolingual

ἐρασιπλόκαμος, -ον (Α)
αυτή που έχει ωραίες μπούκλες στα μαλλιά, πλοκάμους που σέ κάνουν να τήν ερωτευθείς («Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά», Πίνδ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐρᾰσιπλόκᾰμος: прелестнокудрый (Τυρώ Pind.).