A = ἀνάδοχος ΙΙ, Hsch.
[Seite 187] ὁ, = ἀνάδοχος, Suid. l. f.
-έως, ὁ fiador Hsch.
ἀναδοχεύς, -έως, ο (Α) ἀναδέχομαικατά τον Ησύχ. «ανάδοχος».