ἀνασταύρωσις
English (LSJ)
εως, ἡ, A crucifixion, X.Eph.4.2.
German (Pape)
[Seite 208] ἡ, das Kreuzigen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασταύρωσις: -εως, ἡ, ἀνασκολόπισις, Ξεν. Ἐφέσ. 4. 2.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
crucifixión τοῦτο γὰρ τῆς ἀνασταυρώσεως ἔθος τοῖς ἐκεῖ X.Eph.4.2.3.
Greek Monolingual
ἀνασταύρωσις, η (Α)
ανασκολόπιση, σταύρωση.