ἀπερίσσευτος

Revision as of 20:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A = ἀπέριττος, Phint. ap. Stob.4.23.61a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίσσευτος: ἀπέριττος Φιντ. παρὰ Στοβ. 44. 53.

Spanish (DGE)

-ον
simple, δεῖ λευχείμονα ἦμεν ... καὶ ἀπερίσσευτον Phint.p.37.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπερίσσευτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν περισσεύει, δεν πλεονάζει
αρχ.
ο απέριττος.