ἀπακταίνω

Revision as of 20:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A to be unequal to violent exercise, Hsch.

German (Pape)

[Seite 275] 1) ohne Kraft sein, sich zu bewegen, VLL. – 2) durch heftige Bewegung ermüden; Plat. Legg. II, 672 c will man ändern, Ruhnk. Tim. p. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπακταίνω: «ἀπακταίνων· ὁ κινεῖσθαι μὴ δυνάμενος» Ἡσύχ. ΙΙ. μεταβ. κουράζω τινά διὰ βιαίας ἀσκήσεως, ὡς πρέπει νὰ ἀναγνωσθῇ ἐν Πλάτ. Νόμ. 772C, πρβλ. Ρουγκίου Τίμ. ἐν λέξ. ἀκταίνειν.