εἱρκτέον

Revision as of 01:41, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

((εἵργω) A one must prevent, S.Aj.1250.

Greek (Liddell-Scott)

εἱρκτέον: ῥηματ. ἐπιθ. τοῦ εἵργω, πρέπει τις νὰ κωλύσῃ, νὰ ἐμποδίσῃ, Σοφ. Αἴ. 1250.

Greek Monotonic

εἱρκτέον: ρημ. επίθ. του εἴργω, αυτό που πρέπει να εμποδιστεί, να αποτραπεί, σε Σοφ.