τετραούγκιον

Revision as of 12:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

= A triens (i.e. coin offour unciae, Cod.Just.6.4.4.16, al., Gloss.; cf. τετρούγκιον.

Greek Monolingual

και τετραούγγιον και τετρούγκιον, τὸ, ΜΑ
1. το ένα τριτημόριο
2. νόμισμα τεσσάρων ουγγιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + οὐγγία / οὐγκία].