ἀκταίνω
English (LSJ)
= foreg., ἀκταίνειν στάσιν (γρ. βάσιν)
A keep my stature erect, A.Eu.36: metaph., ἀ. μένος Trag.Adesp.147; cf. ὑποακταίνομαι.
= foreg., ἀκταίνειν στάσιν (γρ. βάσιν)
A keep my stature erect, A.Eu.36: metaph., ἀ. μένος Trag.Adesp.147; cf. ὑποακταίνομαι.