ἀρχιεπίσκοπος

Revision as of 10:35, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

ὁ, A archbishop, Just.Nov.3.2.1.

German (Pape)

[Seite 366] ὁ, Erzbischof, K.S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχιεπίσκοπος: ὁ, βαθμὸς Ἐκκλησιαστ., ὡς καὶ νῦν, Θεοδώρητ. τ. 3. σ. 1048 κτλ.: - καὶ ἀρχιεπισκοπή, ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιεπισκόπου, Ἐπιφ. ΙΙ. 185Α, Εὐστ. Πονημάτ. 294, 60.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): ἀρχεπίσκοπος Sch.D.T.577.27
1 arzobispo Ath.Al.Apol.Sec.71 (p.150), Epiph.Const.Haer.68.1 (p.141.11), CEph.431 Act.1, 5, IEphesos 495 (IV d.C.), IGLS 2032 (Epifania IV/V d.C.), SB 9527.5 (IV/V d.C.), PKlein.Form.763.2 (V d.C.), SEG 20.125 (Chipre VI d.C.), ICr.4.460.1 (VI d.C.), Iust.Nou.3.2.1, Isid.Etym.7.12.6.
2 tal vez el obispo más antiguo ref. al apostol Santiago, Thal.CP Thds.p.7.17.

Greek Monolingual

ο (AM ἀρχιεπίσκοπος)
εκκλησιαστικός τίτλος που κυριολεκτικά σημαίνει τον πρώτο μεταξύ πολλών επισκόπων και που χρησιμοποιήθηκε στην εκκλησιαστική πράξη για να δηλώσει διάφορα διοικητικά σχήματα, με οποιαδήποτε μορφή εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας.