ἀναμείγνυμι
English (LSJ)
later ἀνα-μίγνυμι and ἀναμιγνύω, poet. ἀμμείγνυμι B.Fr. 16: poet. aor. part.
A ἀμμείξας Il.24.529; cf. ἀναμίσγω:—mix up, mix together, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμειξαν Od.4.41; πάντα τὰ κρέα Hdt.4.26; κἀμοὶ . . μἀναμείγνυσθαι (i.e. μὴ ἀναμ-) τύχας τὰς σάς E. Supp.591; θεὰς ἀνθρώποις h.Ven.52. II often in Pass., to be mixed with, Διονυσίοισι δώροις B. l. c.; πάντες ἀναμεμειγμένοι S.El. 715; τοῖς. πολλὰ ἔθνεα ἀναμεμίχαται Hdt.1.146; Κάδμου παισὶν ἀναμεμειγμέναι E.Ba.37; πάντες ἀλλήλοις Arist.Pol.1319b25; ἐν μέσοις τοῖς Ἕλλησιν X.An.4.8.8, cf. Pl.Phlb.48a. 2 join company, ὡς δὲ ἀνεμείχθημεν D.54.8; have social intercourse, Plu.Num.20.