ὀφθαλμοπόνος
English (LSJ)
ὁ, A suffering from eye-strain, Vett. Val.111.2.
Greek Monolingual
ὀφθαλμοπόνος, ὁ (Α)
αυτός που υποφέρει από πονόματο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + πόνος.
ὁ, A suffering from eye-strain, Vett. Val.111.2.
ὀφθαλμοπόνος, ὁ (Α)
αυτός που υποφέρει από πονόματο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + πόνος.