ὑποδύνω

Revision as of 20:45, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

English (LSJ)

A v. ὑποδύω.

German (Pape)

[Seite 1216] = ὑποδύομαι, sowohl eigtl., κέλευέ σφας κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι Her. 1, 155, als übertr., ὑπέδυνε τῶν Ἰώνων τὴν ἡγεμονίην 6, 2, er schlich sich ein, übernahm; εἰ δὲ ταῦτα ὑποδύνειν οὐκ ἐθελήσεις 7, 10, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδύνω: ἴδε ὑποδύω.

French (Bailly abrégé)

revêtir par-dessous : κιθῶνα τοῖσι εἵμασι HDT revêtir une tunique sous ses habits ; fig. ἡγεμονίην HDT se charger d’un commandement ; κίνδυνον HDT affronter un danger.
Étymologie: ὑπό, δύνω.

Greek Monolingual

Α
(δ. τ.) βλ. ὑποδύω.

Greek Monotonic

ὑποδύνω: βλ. ὑποδύω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποδύνω:
1) надевать вниз: κιθῶνας ὑ. τοῖσι εἵμασι Her. надевать хитоны под верхнее платье;
2) принимать на себя (τὴν ἡγεμονίην τοῦ πολέμου Her.): ὑ. τὸν κίνδυνον решаться на риск;
3) подходить снизу: ὑ. ὑπὸ τοὺς πίλους Her. подлезать под войлочные шатры.