ὕδρευσις
English (LSJ)
εως, ἡ, A = ὑδρεία 1.2, irrigation, Thphr.CP3.9.5.
Greek (Liddell-Scott)
ὕδρευσις: -εως, ἡ, = ὑδρεία, πότισμα, ἄρδευσις, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 9, 5.
εως, ἡ, A = ὑδρεία 1.2, irrigation, Thphr.CP3.9.5.
ὕδρευσις: -εως, ἡ, = ὑδρεία, πότισμα, ἄρδευσις, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 9, 5.