μονοειδές
From LSJ
ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion
Russian (Dvoretsky)
μονοειδές: τό единообразие Polyb.
ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion
μονοειδές: τό единообразие Polyb.