κοίλη
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
Greek (Liddell-Scott)
κοίλη: ἡ, θηλ. τοῦ κοῖλος: ὄνομα δήμου τῆς Ἀττικῆς, Φίλωνα τὸν ἐκ τῆς Κοίλης Ἰσοκρ. 375D, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
κοίλη: ἡ
1) (sc. ναῦς) кузов или трюм корабля Theocr.;
2) лощина или русло (ποταμοὶ ῥέοντες διὰ κοίλης Arst.).