κνιστός

Revision as of 18:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν, v.κνηστός.

Greek (Liddell-Scott)

κνιστός: -ή, -όν, πρβλ. κνηστός.

Greek Monolingual

κνιστός, -ή, -όν (Α)
(εσφ. γρφ.) κνηστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. γρφ. του κνηστός].