ή, όν, v.κνηστός.
κνιστός: -ή, -όν, πρβλ. κνηστός.
κνιστός, -ή, -όν (Α)(εσφ. γρφ.) κνηστός.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. γρφ. του κνηστός].