φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
-έω, ΜΑ1. πτεροφυώ2. μτφ. ενθαρρύνω ή εμψυχώνω («πτεροποιοῦσι... αἱ θεῑαι γραφαὶ τοὺς πιστούς, τῷ πόθῳ τῶν οὐρανίων», Αθανάσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ)].