πτεροποιώ

From LSJ
Revision as of 13:00, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
1. πτεροφυώ
2. μτφ. ενθαρρύνω ή εμψυχώνω («πτεροποιοῦσι... αἱ θεῑαι γραφαὶ τοὺς πιστούς, τῷ πόθῳ τῶν οὐρανίων», Αθανάσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ)].