στυλοποιός

Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

ὁ, Α
κατασκευαστής στύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + -ποιός].

Greek Monolingual

ὁ, Α
κατασκευαστής στύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + -ποιός].