συγκερνώ

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

-άω, Ν
βλ. συγκεραννύω.

Greek Monolingual

-άω, Ν
βλ. συγκεραννύω.