συγκιρνώ
From LSJ
περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man
Greek Monolingual
συγκιρνῶ, -άω, ΝΜΑ
βλ. συγκεραννύω.
Greek Monolingual
συγκιρνῶ, -άω, ΝΜΑ
βλ. συγκεραννύω.
περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man
συγκιρνῶ, -άω, ΝΜΑ
βλ. συγκεραννύω.
συγκιρνῶ, -άω, ΝΜΑ
βλ. συγκεραννύω.