συλλαλώ

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ λαλῶ
μιλώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον ή μιλώ με κάποιον, συνομιλώ.

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ λαλῶ
μιλώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον ή μιλώ με κάποιον, συνομιλώ.