συμπεριπίπτω

Revision as of 18:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

fall about together, Hypsaeus ap.Stob.4.31.45.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριπίπτω: περιπίπτω ὁμοῦ, Ὑψαῖος παρὰ Στοβ. 505. 50.

Greek Monolingual

Α περιπίπτω
πέφτω μαζί με άλλον, ξαπλώνομαι συγχρόνως.

Greek Monolingual

Α περιπίπτω
πέφτω μαζί με άλλον, ξαπλώνομαι συγχρόνως.