συμφρόνασις
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. συμφρόνησις.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. συμφρόνησις.