συμπροσκυνητής
From LSJ
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ συμπροσκυνῶ
προσκυνητής μαζί με άλλους, αυτός που μετέχει στην ίδια λατρευτική εκδήλωση με άλλους.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ συμπροσκυνῶ
προσκυνητής μαζί με άλλους, αυτός που μετέχει στην ίδια λατρευτική εκδήλωση με άλλους.