συνδιάλεξη
Greek Monolingual
η, Ν
συνομιλία, ιδίως τηλεφωνική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνδιαλέγομαι. Η λ., στον λόγιο τ. συνδιάλεξις, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].
Greek Monolingual
η, Ν
συνομιλία, ιδίως τηλεφωνική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνδιαλέγομαι. Η λ., στον λόγιο τ. συνδιάλεξις, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].