συνεννοούμαι

From LSJ
Revision as of 12:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

-έομαι, Μ εὐνοῶ
δείχνω εύνοια σε κάποιον.
Ν
βλ. συνεννοώ.

Greek Monolingual

-έομαι, Μ εὐνοῶ
δείχνω εύνοια σε κάποιον.
Ν
βλ. συνεννοώ.