αἰείμνηστος
Greek (Liddell-Scott)
αἰείμνηστος: -ον, = ἀείμνηστος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 760· ἀλλ’ ἐν ταῖς νεωτ. ἐκδ. γράφεται ἀείμνηστος, ἔργον... μέγιστον, ἀείμνηστον.
French (Bailly abrégé)
c. ἀείμνηστος.
Russian (Dvoretsky)
αἰείμνηστος: Aesch. = ἀείμνηστος.