ἀνομολογητέον
English (LSJ)
one must admit, τοῦτο περὶ αὐτῶν Pl.R.452e, cf. Lg.737c.
Spanish (DGE)
hay que admitir τοῦτο Pl.R.452e, τὴν διανομὴν τῶν πολιτῶν Pl.Lg.737c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομολογητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ὁμολογήσῃ, νὰ παραδεχθῇ, τοῦτο περὶ αὐτῶν Πλάτ. Πολ. 452Ε, πρβλ. Νόμ. 737C.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ἀνομολογέω.
Greek Monotonic
ἀνομολογητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να γίνει παραδεκτό, σε Πλάτ.