ἀνομολογητέον

Revision as of 13:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

one must admit, τοῦτο περὶ αὐτῶν Pl.R.452e, cf. Lg.737c.

Spanish (DGE)

hay que admitir τοῦτο Pl.R.452e, τὴν διανομὴν τῶν πολιτῶν Pl.Lg.737c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομολογητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ὁμολογήσῃ, νὰ παραδεχθῇ, τοῦτο περὶ αὐτῶν Πλάτ. Πολ. 452Ε, πρβλ. Νόμ. 737C.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de ἀνομολογέω.

Greek Monotonic

ἀνομολογητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να γίνει παραδεκτό, σε Πλάτ.