κωτιλάς

Revision as of 02:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

άδος, ἡ, poet.fem. of κωτίλος, twitterer, Boeot. name for the swallow, Stratt.47.6.

German (Pape)

[Seite 1547] άδος, ἡ, fem. zu κωτίλος, so hießen die Schwalben in Theben, Strattis bei Ath. XIV, 622 a.

Greek (Liddell-Scott)

κωτῐλάς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ κωτίλος, Βοιωτ. ὄνομα τῆς χελιδόνος, Ἀνακρ. 99, Στράττις ἐν «Φοινίσσαις» 3.

Greek Monolingual

κωτιλάς, -άδος, ἡ (Α)
1. φλύαρη
2. (στους Βοιωτούς) το χελιδόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. θηλ. του κωτίλος].

Russian (Dvoretsky)

κωτῐλάς: άδος ἡ щебетунья, т. е. ласточка Anacr.