παρασχεῖν

Revision as of 13:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")

English (LSJ)

παρασχέμεν, παρασχεθεῖν, v. παρέχω.

Greek (Liddell-Scott)

παρασχεῖν: παρασχέμεν, παρασχεθεῖν, ἴδε παρέχω.

Greek Monotonic

παρασχεῖν: Επικ. -χέμεν, απαρ. αορ. βʹ του παρέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρασχεῖν, παρασχεθεῖν, παρασχέμεν inf. aor. act. van παρέχω.

Russian (Dvoretsky)

παρασχεῖν: inf. aor. 2 к παρέχω.