v. ἐξεσθίω.
[Seite 784] aor. zu ἐξεσθίω.
ἐκφᾰγεῖν: ἴδε ἐξεσθίω.
ἐκφᾰγεῖν: χρησιμ. ως αόρ. βʹ του ἐξεσθίω.
ἐκφᾰγεῖν: inf. aor. 2 к ἐξεσθίω.