ἐσαπικνέομαι

Revision as of 15:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

French (Bailly abrégé)

ion. c. εἰσαφικνέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσαπικνέομαι: Ἰων. ἀντὶ εἰσαφικνέομαι.

Greek Monotonic

ἐσαπικνέομαι: Ιων. αντί εἰσ-αφικνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐσαπικνέομαι: ион. = εἰσαφικνέομαι.