ἀπαρασκεύως
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρασκεύως: Polyb. = ἀπαρασκευάστως.
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
ἀπαρασκεύως: Polyb. = ἀπαρασκευάστως.