ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self
ἀνεμοσκεπής, -ές (Α)αυτός που σκεπάζει και προφυλάσσει από τον άνεμο («ἀνεμοσκεπεῑς χλαῑναι» (Ομ.).