escapar de
From LSJ
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
Spanish > Greek
ἐκφεύγω, ἐκπροφεύγω, διεκφυγγάνω, διεκφεύγω, δραπετεύω, ἀποφεύγω, διαδιδράσκω, ἀποδιδράσκω, ἀποκυβιστάω, διεκδύνω, ἐξαναδύω