Doric for ἡμέριος.
v. ἡμέριος.
dor. c. ἡμέριος.
ἁμέριος: (ᾱ) дор. Soph., Eur. = ἡμέριος.
ἁμέριος: Δωρ. ἀντὶ ἡμέριος.
ἁμέριος: Δωρ. αντί ἡμέριος.