τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
μελλίρην: «μελλέφηβος» Ἡσύχ.
μελλίρην, -ενος, ὁ (Α)βλ. μελλείρην.