ἀπορριζόω
English (LSJ)
pull out by the roots, τρίχας Alciphr.3.66.
Spanish (DGE)
1 arrancar de raíz (τρίχας) Alciphr.3.30.5, fig. (καρδίαν) Cyr.Al.M.70.965B
•tb. fig. en v. pas. ἀπορριζοῦται τὸ ἄδικον βλάστημα Gr.Nyss.Hom.in Eccl.383.6.
2 en v. med. enraizar, echar raíces de una vena ἐς τοὺς νεφροὺς ἀπερρίζωται Hp.Oss.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορριζόω: ἐκριζόω, «ξεριζώνω», Ἀλκίφρ. 3. 66.