χορδοποιϊκός

Revision as of 10:45, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

ή, όν, v. χορδοποιός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χορδοποιός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορδοποιία.